λάρυγγ'

λάρυγγ'
λάρυγγα , λάρυγξ
larynx
masc acc sg
λάρυγγι , λάρυγξ
larynx
masc dat sg
λάρυγγε , λάρυγξ
larynx
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • Otolaryngology — Otolaryngologist performing an endoscopic sinus surgical procedure Otolaryngology or ENT (ear, nose and throat) is the branch of medicine and surgery that specializes in the diagnosis and treatment of ear, nose, throat, and head and neck… …   Wikipedia

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • Оториноларингология — (также часто отоларингология)  это ветвь медицины, которая специализируется на диагностике и лечении уха, горла, носа, а также патологий головы и шеи. Практикующие врачи по данной специальности называются оториноларингологами. Часто… …   Википедия

  • Ларингология — Осмотр гортани ларингоскопом Ларингология (греч. λαρυγγ λογία)  раздел оториноларингологии, изучающий стро …   Википедия

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κατηφιώ — (Α κατηφιῶ, άω, επικ. μτχ. κατηφιόων)* (δ. γρφ. τού κατηφώ) είμαι κατηφής, είμαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηφῶ, κατά τα ρ. σε ιάω, ιῶ, δηλωτικά ασθένειας, πρβλ. ιλλιγ ιώ, λαρυγγ ιώ] …   Dictionary of Greek

  • μαδαριώ — μαδαριῶ, άω (Α) πάσχω από τριχόπτωση, γίνομαι φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + επίθημα ιάω που εμφανίζεται σε ρήματα τα οποία δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. λαρυγγ ιάω, ποδαλγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκιώ — (Α μυρμηκιῶ, άω) πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντιώ — ὀδοντιῶ, άω (ΑΜ) υποφέρω από πόνους τής οδοντοφυΐας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λαρυγγ ιώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”